Η κεμεντζέ (λύρα) | Η ζουρνά | Το αγγείον | Χειλίαυρι(ν) | Το ταούλ'

Μουσικά όργανα του Πόντου

 

Η Ζουρνά ή ο Ζουρνάς

 

Στις κοινωνικές εκδηλώσεις που γινόταν σε ανοιχτούς χώρους στον Πόντο, κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο Ζουρνάς με τη συνοδεία νταουλιού, και κατά δεύτερο το αγγείον (τουλούμ). Λόγω της οξύτητας και της μεγάλης ηχητικής του έντασης ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντας το, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με τον κεμεντζέ (λύρα).

Το όργανο αυτό παρουσίαζε ένα μειονέκτημα. Λόγω της ιδιομορφίας του ήχου του ήταν πολύ δύσκολο το τραγούδι, γι αυτό τα άτομα που μπορούσαν να τραγουδήσουν συνοδεία Ζουρνά ήταν πολύ περιορισμένα. Επειδή το τραγούδι είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ποντιακή διασκέδαση, σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις χρησιμοποιούσαν τον Ζουρνά μόνο για χορό και στο τραπέζι είχαν κεμεντζέ για το τραγούδι.

Για να στηθεί ένας χορός ξεκινούσε ο ζουρνατζής ένα σκοπό και μια ομάδα ατόμων πιανόταν γύρω του, που σιγά-σιγά μεγάλωνε σχηματίζοντας κλειστό κύκλο. Αυτός ο κύκλος μπορούσε να μεγαλώσει τόσο ώστε να καταλάβει όλο τον γύρω χώρο, με τον ζουρνατζή στη μέση να κινείται ελεύθερα και σχεδόν πάντα με όργανο συνοδείας το νταούλι. Καλός ζουρνατζής ήταν εκείνος που δεν σταματούσε καθόλου το σκοπό για να πάρει αναπνοή. Αυτό το πετύχαινε παίρνοντας αέρα από τη μύτη την ώρα που έπαιζε, τον οποίο αποθήκευε στη στοματική κοιλότητα και χρησιμοποιώντας τα μάγουλα σαν ασκό πίεζε τον αέρα στο τσιμπόν (γλωσσίδι) ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε αέρα από τη μύτη.

Το μέγεθος του οργάνου αυτού διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Ματσούκα (Τραπεζούντα) συναντάμε το μικρότερο μέγεθος, περίπου 25-30 εκατοστά, με πολύ οξύ ήχο.

Στις περισσότερες περιοχές του Πόντου βρίσκουμε το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 40-45 εκατοστά, ενώ στην περιοχή της Μπάφρας συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, γύρω στα 60 εκ. Κατασκευαστής του οργάνου ήταν συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν ως επί το πλείστον οξιά, κερασιά, σφενδάμι, καρυδιά, μουριά, βερικοκιά κλπ. Το ξύλο πρέπει να είναι ξερό, χωρίς ρόζους και σκασίματα, γι' αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο με το ξύλο του κεμεντζέ, βάζοντάς το μέσα σε χωνεμένη κοπριά για αρκετό διάστημα.

Aποτελείται από τα εξής μέρη:

  1. Από τον κυρίως Ζουρνά (σωλήνας). Είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας που καταλήγει σε χωνί (καμπάνα) η οποία έχει διάφορα μεγέθη. Τα τοιχώματα του σωλήνα πρέπει να έχουν το ίδιο πάχος (όσο το δυνατόν λεπτότερο) για την καλύτερη ποιότητα και ένταση του ήχου. Επάνω του ανοίγονται 7 τρύπες στην σειρά, οι οποίες παλαιότερα γινόταν με πυρωμένο καρφί ή σίδερο, και έχουν την ίδια απόσταση μεταξύ τους. Επίσης τρύπες ανοιγόταν στην καμπάνα και καμιά φορά μία στο πίσω μέρος του Ζουρνά, η οποία έκλεινε με τον αντίχειρα.
  2. Ο κλέφτες (κλέφτης). Είναι το κυλινδρικό εκείνο ξύλο με μια τρύπα στη μέση, το οποίο προσαρμόζεται επάνω στον Ζουρνά έτσι ώστε να μην έχουμε διαρροή αέρα. Μέσα στον κλεφτέ μπαίνει ο λουλάς.
  3. Ο λουλάς. Είναι το μικρό μεταλλικό σωληνάκι μήκους 2-3 εκατοστών, πάνω στο οποίο δένεται το τσιμπόν.
  4. Το τσιμπόν (τσαμπούνα). Εχει μέγεθος 1,5-2,5 εκατοστά και γίνεται από αγριοκαλαμιά. Είναι αυτό που παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην ποιότητα του ήχου. "Για να φτιάξουν ένα καλό γλωσσίδι (τσιμπόν) κόβουν καλάμια των 15 με 20 εκατοστών σε ίσα μικρά κομμάτια 1,5-2,5 εκ. Το καθένα, ανάλογα με το μέγεθος του Ζουρνά (γενικά οι κοντοί Ζουρνάδες έχουν μικρότερο γλωσσίδι - σε μήκος και φάρδος - σε σύγκριση με τους μακριούς Ζουρνάδες). Περνούν κατόπιν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα μικρό λεπτό κυλινδρικό ξυλάκι και με παλινδρομικές κινήσεις καθαρίσουν την εσωτερική επιφάνεια. Κατόπιν μουσκεύουν στο νερό το καλαμάκι και το προσαρμόζουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια διάμετρο με τον λουλά. Πιέζουν με τα δάκτυλα το επάνω ελεύθερο μέρος του καλαμιού, που γίνεται έτσι διπλό γλωσσίδι.

    Για να το σταθεροποιήσουν το "σιδερώνουν", υγρό όπως είναι ακόμα, με ένα μαχαίρι που έχουν βάλει πριν στη φωτιά. Πολλοί ζουρνατζήδες, αφού στρογγυλέψουν το γλωσσίδι ή κόψουν λίγο τις δύο γωνίες του, καίνε ελαφρά τα χείλια για να μην μουσκεύουν εύκολα και κολλούν το ένα με το άλλο την ώρα του παιξίματος" (από το βιβλίο "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα" του Φοίβου Ανωγειανάκη). Κάθε φορά που είναι να παίξει ο ζουρνατζής πρέπει να σαλιώσει και να "μασήσει" ελαφρώς το τσιμπόν για να το μαλακώσει και να αποδώσει καλλίτερα. Καμιά φορά ρίχνουν μέσα στον Ζουρνά νερό ή οινοπνευματώδες ποτό που βοηθάει στο καλλίτερο παίξιμο και στο μαλάκωμα του τσιμπονιού. Το τσιμπόν είναι αυτό που μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα και με το φύσημα τα χείλια του τσιμπονιού ανοιγοκλείνουν και χτυπούν μεταξύ τους οπότε παράγεται ο ήχος.

    Το σπαρέλ' (φούρλα) είναι ένας δίσκος από ξύλο ή από μέταλλο (μπορεί να είναι ένα νόμισμα) που έχει μια τρύπα στην μέση, μέσα από την οποία περνάει το τσιμπόν και ακουμπάει πάνω στον κλέφτη. Χρησιμεύει στο να ακουμπάει ο ζουρνατζής τα χείλια του ώστε να μπορεί να φυσάει καλλίτερα. Σήμερα κατασκευάζεται και από πλαστικό.

    Ονομαστοί οργανοπαίχτες του Ζουρνά είναι: Ο Σπύρος Γαλετσίδης από το Κοϊνίκι Νικόπολης, σήμερα κάτοικος Πλατανότοπου Καβάλας. Ο Γιώργος Τσαπανίδης από την Αργυρούπολη Δράμας, με καταγωγή από την Αργυρούπολη Πόντου. Ο Αβραάμ Κουτούζογλου από την Νέα Μπάφρα Σερρών, με καταγωγή από την Μπάφρα. Επίσης ονομαστός είναι ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης (Στοφόρον) με καταγωγή από την Κουνάκα Ματσούκας. Από την νέα γενιά δυστυχώς είναι μόνο ο Πολύχρονης Παπαγιαννίδης (Πολιός) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας.