Αρχαία χρόνια | Βυζάντιο | Οθωμανικός Πόντος | Γενοκτονία

Οθωμανικός Πόντος

 

Η οθωμανική κατάκτηση του μικρασιατικού Πόντου μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους :

Η πρώτη αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Τούρκοι κρατούν μάλλον ουδέτερη στάση κατά των Ελλήνων του Πόντου. Το διάστημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως περίοδος στερέωσης της πλήρους κυριαρχίας στην περιοχή.

Η δεύτερη περίοδος της οθωμανικής εποχής, αρχίζει στα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου, δηλαδή με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την εγκαθίδρυση του φεουδαρχικού συστήματος και την θρησκευτική βία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιούνται οι ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.

Η τρίτη περίοδος που τελειώνει το 1922 διαιρείται σε δύο υποπεριόδους :
Η πρώτη υποπερίοδος αρχίζει με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Χαρακτηρίζεται από την συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν προς όφελος των χριστιανών τους φιλελεύθερους νόμους.
Η δεύτερη υποπερίοδος αρχίζει το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού.

Με την άλωση της Πόλης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 αρχίζει και για τον ποντιακό ελληνισμό η σκληρή οθωμανική κυριαρχία. Το παλάτι των Κομνηνών μετατράπηκε σε στρατώνα γενιτσάρων, όπου 800 νέοι έγιναν γενίτσαροι και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η μητρόπολη των Κομνηνών, η Παναγία η Χρυσοκέφαλος έγινε τζαµί, ενώ πολλοί Έλληνες των πλούσιων παραλιακών πόλεων και των χωριών πήραν το δρόμο της εξόδου και της προσφυγιάς. Άλλοι μετοίκησαν στα παράλια της μεσημβρινής και της νότιας Ρωσίας. Άλλοι πήγαν σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και στην ελληνική παροικία της Κωνσταντινούπολης. Άλλοι στις παραδουνάβιες περιοχές και άλλοι στις απάτητες βουνοκορφές του εσωτερικού Πόντου κτίζοντας καινούρια ελληνικά χωριά και πόλεις, οι οποίες έγιναν νέα πολιτισμικά κέντρα και δέχονταν φιλόξενα κάθε καταδιωγμένο Έλληνα. Eκεί χτίσανε καινούργια χωριά και πόλεις, έναν καινούργιο αδούλωτο ελληνικό πολιτισμό. H μαγεία της ελληνικής φυλής έκανε και εκεί στον μακρινό Πόντο το θαύμα της.

Έχοντας όπλα τη θρησκεία, τη γλώσσα, την μακραίωνη ελληνική πολιτιστική παράδοση, τους χορούς και τα τραγούδια, μπόρεσαν στους δύσκολους εκείνους καιρούς ν' αντισταθούν στην οσμανική βία, τη βαρβαρότητα και το σκοταδισμό, διατηρώντας με κάθε τίμημα την ελληνική τους συνείδηση. Είχε όμως και ο Πόντος τα θύματά του. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη σαρωτική λαίλαπα του ισλαμισμού. Πολλοί από εκείνους που έμειναν στα μέρη τους, αναγκάστηκαν κάτω από τις μεσαιωνικές πιέσεις των Τούρκων ν' αλλαξοπιστήσουν, για να σώσουν τις περιουσίες τους, τη ζωή τους, την τιμή τους και για ν' απαλλαγούν μια για πάντα από την απάνθρωπη συμπεριφορά τους. H τυραννία των σατράπηδων, ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων, οι πιέσεις και οι διωγμοί των Nτερεμπέηδων και τα συνεχή βασανιστήρια, λύγιζαν το ανθρώπινο ηθικό και τους ανάγκαζαν μπροστά στη φοβερή κατάσταση ν' αλλαξοπιστήσουν. Oι χριστιανοί, ελληνόφωνοι αλλά και τουρκόφωνοι, υποχρεώθηκαν σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 να εγκαταλείψουν τα μέρη όπου έζησαν τρεις χιλιάδες χρόνια και αποδεκατισμένοι να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Tο 1914 σύμφωνα με τα στοιχεία του Oικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, ζούσαν στον Πόντο 696.495 ορθόδοξοι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι χριστιανοί. Από αυτούς 353.000 δολοφονήθηκαν από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς την περίοδο 1916 – 1923.

Τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν εκδιώχθηκαν µόνο οι Έλληνες του Πόντου αλλά κινδύνευσε πολλές φορές σοβαρά και ο πολιτισμός τους: το 1764 η Κερασούντα, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου των μικρών τυραννίσκων, καταστράφηκε ολοσχερώς. Την ίδια τύχη είχε και η κωμόπολη Κόραλλα το 1811. Η στυγνή βία και η τυραννία των σουλτάνων και των τοπαρχών ανάγκαζε συνέχεια τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες να µετακινούνται προς τα βουνά του Πόντου. Παρόλες τις αντίξοες συνθήκες η θεωρητική ισονομία και η θρησκευτική ελευθερία μαζί µε την ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας οδήγησαν στην αύξηση του ποντιακού πληθυσμού, την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και την ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης.

Ο ποντιακός ελληνισμός εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του και κατέβητε στις παραλιακές περιοχές όπου έκτισε καινούρια χωριά, εκκλησίες και σχολεία. Σε σύντομο χρονικό διάστηκα πήρε ξανά στα χέρια του το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας, ενώ η Τραπεζούντα ξαναβρήκε τις παλιές της δόξες. Το μέλλον της περιοχής προβλεπόταν ευοίωνο, χάρη στην εύφορη χώρα µε την πλούσια βλάστηση, τις απέραντες δασικές εκτάσεις µε έλατα, πλατάνια, πεύκα και άλλα δέντρα που κάλυπταν τις περιοχές της Σινώπης, της Τρίπολης, της Κερασούντας, της Τραπεζούντας και των Σουρµένων. Η γεωργική οικονομία στηριζόταν κυρίως στο σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, τα όσπρια, τα πορτοκάλια, τα γεώμηλα και τα εξαίρετα καπνά, ιδιαίτερα των περιοχών της Αµισού και της Πάφρας. Τα τυροκομικά προϊόντα του Πόντου ήταν και είναι επίσης δημοφιλή στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγαλουπόλεων. Προς το βορά η οροσειρά Παρυάδρου, πλούσια σε µμεταλλευτικά κοιτάσματα, έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας µμεταλλείων αργύρου, χαλκού και μόλυβδου στις περιφέρειες της Αργυρούπολης και της Τρίπολης. Εξίσου αναπτυγμένη ήταν η βιοτεχνία στο χώρο της χρυσοχοΐας, της σιδηρουργίας, και της χαλκουργίας καθώς επίσης και η βιομηχανία της ναυπηγικής.

Η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή στα παράλια του Εύξεινου Πόντου ήταν το διαµετακοµιστικό εμπόριο µε κυριότερα λιβάνια την Αµισό, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, την Οδησσό, τη Βραίλα, το Νοβοροσίσκι και τη Σεβαστούπολη.

Η Τραπεζούντα μέχρι τον 1869 έλεγχε το 40% του εμπορίου της Περσίας και το διαµετακοµιστικό εμπόριο απέφερε περίπου 200.000.000 φράγκα κέρδος το χρόνο.

Οι Έλληνες διέθεταν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών στη Ρωσία, την Περσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία, την Αγγλία και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Για μεγάλο διάστηκα και μετά το 1883 τέσσερις μεγάλοι ελληνικοί τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι της Τραπεζούντας έλεγχαν μαζί µε το υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών σχεδόν όλη την οικονομία του ανατολικού Πόντου. Ανάλογη ήταν η οικονομική κίνηση των Ελλήνων και στις άλλες πόλεις του Πόντου: από το εμπορικό λιμάνι της Αµισού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες εξαιρετικού καπνού και άλλων εγχώριων προϊόντων, ενώ το 1869 στην Αµισό από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156 ανήκαν στους Έλληνες.

Η οικονομική άνθιση του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου προσέφεραν ένα σεβαστό ποσό από τα κέρδη τους υπέρ των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και αξιόλογοι επιστήμονες στέλνονταν για ειδίκευση σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης για να μεταφέρουν στην πατρίδα τους τις νέες επιστημονικές μεθόδους διδασκαλίας. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που είχε ιδρύσει το 1682 ο μεγάλος Τραπεζούντιος δάσκαλος του Γένους Σεβαστός Κυµινήτης και λειτούργησε παρά τις αντιξοότητες μέχρι το 1922, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική και ηθική ανάπλαση των Ελληνοποντίων και στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης. Στις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δική του εκκλησία.

Λίγο πριν την γενοκτονία και την αρχή της προσφυγιάς οι Έλληνες του Πόντου αριθμούσαν 800.000 άτομα σε όλο τον γεωγραφικό χώρο της Μαύρης θάλασσας.  Μετά την κατάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας συναντάμε στον Πόντο 1400 στον αριθμό σχολεία (από τα 100 που ήταν προηγουμένως)  και βέβαια είναι γνωστό το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ακόμη υπήρχαν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα τα οποία και δείχνουν το υψηλό πολιτιστικό, οικονομικό και πνευματικό τους επίπεδο. Όσο για την θρησκεία οι Πόντιοι ήταν πάντα άνθρωποι αρκετά πιστοί στην Ορθοδοξία και τον θεό (Παναγία  Σουμελά στον Πόντο).