Χριστούγεννα - Κάλαντα

 

Σαμψούντα

Τα Χριστούγεννα, ο πρόεδρος της εκκλησιαστικής επιτροπής διάλεγε δύο παιδιά και γυρνούσανε όλα τα σπίτια του χωριού για να καλαντήσουν. Θεωρούταν ότι ήταν γρουσουζιά ή περιφρόνηση να μείνει ένα σπίτι ακαλάντιστο από επίσημο πρόσωπο της εκκλησίας. Τα κάλαντα άρχιζαν με το σκοτείνιασμα για να αποδοθεί σωστά η έννοια "καλήν εσπέραν άρχοντες" και συνεχίζονταν όλη τη νύχτα, μέχρι τα ξημερώματα.

Με το φως της ημέρας, σταματούσε κάθε κίνηση. Ο επίτροπος, όσο τα παιδιά έψελναν, έβρισκε ευκαιρία και συζητούσε με το σπιτονοικοκύρη για θέματα της ενορίας και τακτοποίηση λογαριασμών. Πως αλλιώς να πληρωθεί ο παπάς και ο νεωκόρος;

 

Πρωτοχρονιά

 

Ματσούκα

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το βραδινό τραπέζι της οικογένειας ήταν πλουσιότερο από το συνηθισμένο. Εκτός από τα εκλεκτά φαγητά, είχε πορτοκάλια, μήλα, ξηρούς καρπούς, φουντούκια, και καρύδια. Στη μέση ήταν η πίτα με τον παρά, ψημένη στο σπίτι.

Το τραπέζι (στρογγυλός σοφράς, χαμηλός) στρώνονταν δίπλα στο “χωνό” και όλα τα μέλη της οικογένειας κάθονταν ολόγυρα. Πρώτα καθόταν ο “οικοκύρ-τς” (ο παππούς) και αν δεν υπήρχε, ο πατέρας. Κάνανε το σταυρό τους και μετά ο “οικοκύρ-τς” έριχνε καρύδια στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, κάνοντας την ευχή: “Ευτυχισμένον το Νέον Έτος. Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία”.

Έπειτα έκοβε τη πίτα σε τόσα κομμάτια, όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας – ακόμα και για αυτά που μπορεί να έλειπαν - υπολογίζοντας και ένα κομμάτι για την εικόνα και ένα για τη δουλειά. Πριν κάνουν και πάλι τη προσευχή τους και σηκωθούν από το τραπέζι, ο “οικοκύρ-τς” διάλεγε έξι μεγάλα καρύδια και τα χώριζε προσεκτικά το καθένα στη μέση, από τη φυσική τους ένωση. Έδινε σε όλους τα κομμάτια από τη ψίχα τους και τοποθετούσε τα 12 άδεια κομμάτια σε κύκλο με το εσωτερικό τους να κοιτάει την οροφή.

Το πρώτο από τα 12 κομμάτια το έβαζε μπροστά του και συμβόλιζε το μήνα Ιανουάριο. Πηγαίνοντας προς τα δεξιά, κάθε κέλυφος αντιπροσώπευε και ένα μήνα του χρόνου. Έτσι το δεύτερο κομμάτι συμβόλιζε το Φεβρουάριο, το τρίτο τον Μάρτιο κ.ο.κ. Κατόπιν τα γέμιζε προσεκτικά με νερό και έμεναν έτσι όλη τη νύχτα.

Το πρωί της επομένης γινόταν ο έλεγχος των κομματιών. Η ποσότητα του νερού που είχε απομείνει σε κάθε κέλυφος, προσδιόριζε και το πόσο βροχερός θα ήταν ο συγκεκριμένος μήνας. Έτσι μάντευαν ποιος μήνας θα ήταν βροχερός και ποιος όχι.

 

Καθαρή Δευτέρα

Από την ημέρα αυτή αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Η εκκλησία προβάλει τη νηστεία σα μέσο καθαρισμού σώματος και ψυχής. Η παράδοση πρεσβεύει άλλα.

Λέγεται Καθαρή Δευτέρα, όχι γιατί όσα απομένουν την Κυριακή της Τυρινής τα “καθαρίζουν” τρώγοντας τη Δευτέρα, αλλά γιατί την ημέρα αυτή καθάριζαν όλα τα λιγδωμένα σκεύη τους τόσο καλά, που ούτε τη παραμικρή μυρωδιά δεν έπρεπε να αποπνέουν.

Την Καθαρή Δευτέρα λοιπόν, οι καλαϊτζήδες (γανωτήδες) πήγαιναν στα χωριά και έστηναν τα σύνεργα τους, φυσερό, κάρβουνα, τανάλιες κ.α. στο υπόστεγο ενός αρχοντικού. Εκεί πήγαιναν όλοι οι χωριανοί τα μαγειρικά τους σκεύη για γάνωμα. Και βέβαια η νοικοκυρά του αρχοντικού είχε τη φιλοτιμία να τους “φιλέψει”.

 

Πάσχα

 

Τζιχζιρένο ή Τζικτσιρεάνος-

 

Ακ-Νταγ-Ματέν

Από την αρχή της Σαρακοστής διαλέγανε τα γερά αυγά και τα έβαφαν χωριστά. Μερικοί φανατικοί στο τσούγκρισμα έκαναν “τζιχζιρένο”. Δηλαδή, τοποθετούσαν άβραστα αυγά με τη μύτη προς τα κάτω στη ζεστή στάχτη. Τα σκέπαζαν με ένα βαρύ δοχείο και από πάνω έριχναν τη χόβολη. Σε 24 ώρες το υλικό του αυγού ξεραίνονταν και κολλούσε στο φλοιό σαν τσιμέντο και γίνονταν ένα σώμα. Έτσι γίνονταν πολύ γερά και όσοι τολμούσαν να τσουγκρίσουν με τέτοια “γάιμα ωβά”, επόμενο ήταν να την πάθουν.

 

Ευχιασμένα κόκκινα αυγά-

 

Κρώμνη - Ίμερα

Χαρακτηριστικό προεόρτιο έθιμο της Λαμπρής, ήταν η εξασφάλιση “ευχιασμένων” κόκκινων αυγών. Γι’ αυτό τη Μ. Πέμπτη, αφού έβαφαν τα αυγά, έβαζαν σε ένα καλαθάκι τόσα αυγά, όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και ένα παραπάνω για την εικόνα. Στο ίδιο καλαθάκι έβαζαν ένα τσουρέκι, σπόρους δημητριακών και κηπευτικών και μια χούφτα αλάτι. Σκέπαζαν το στόμιο του καλαθιού μ’ ένα πανί, όπου πάνω έγραφαν το όνομα της οικογένειας και το πήγαιναν στην εκκλησία το βράδυ της Μ. Πέμπτης, στα 12 ευαγγέλια. Συνήθως τα έβαζαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και τα έπαιρναν την ημέρα της Αναστάσεως “ευχιασμένα”, δηλαδή διαβασμένα.

Όταν γυρνούσαν στο σπίτι, πρώτα έτρωγαν το ευχιασμένο αυγό, το οποίο δεν τσούγκριζαν. Όταν το έσπαγαν πάνω στο τραπέζι, έλεγαν “Για του Χριστού την χαράν και τη διαβόλ’ τη σπάσ’”.

Το ευχιασμένο αυγό της εικόνας, το φύλαγαν στο εικονοστάσι και σε μέρες ανομβρίας, το πήγαιναν στο πιο ψηλό μέρος του χωριού. Εκεί το παράχωναν στη γη, και παρακαλούσαν το Θεό να βρέξει.

 

Καλαντόνερο

 

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το τραπέζι. Μαγείρευαν καβουρμά και λαχανοντολμάδες. Το τραπέζι έμενε όλο το βράδυ στρωμένο με όλα τα φρούτα και τους ξηρούς καρπούς για να έρθει ο Άγιος Βασίλης και να φάει. Κάποιος από την οικογένεια, συνήθως ένα κορίτσι, έπρεπε να πάει να “καλαντάζ το πεγάδ”, δηλαδή να αφήσει διάφορα δώρα στη βρύση. Τα δώρα ήταν ξηροί καρποί, στάρι ψημένο και ψωμί. Μόλις έφτανε στο πηγάδι έλεγε: “Κάλαντα και καλός καιρός και τη χρόν”.

Τα κορίτσια που πήγαιναν για το καλαντόνερο δε μιλούσαν στο δρόμο για να μη τα πάρουν οι μάγισσες τη φωνή. Την ώρα που πρόσφεραν το καλαντίασμα (δηλαδή τα δώρα) έλεγαν χαμηλόφωνα: “Κάλαντα και καλός καιρός άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ να ανοίεται η τύχημ’ και άμον το τρέχ’ το νερό να τρέχ’ και η ευλογία”.

Μετά έπαιρναν το καλαντόνερο και χωρίς να βλέπουν πίσω πήγαιναν στο σπίτι. Όλα τα μέλη της οικογένειας έπιναν λίγο για να πάει καλά η χρονιά. Τα κορίτσια έβρεχαν τα μαλλιά τους για να μακραίνουν. Έπειτα οι γυναίκες έριχναν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού χούφτες ξηρούς καρπούς και έλεγαν: “Κάλαντα και καλός καιρός και ευλογημένος, έμπα καλόν χρονία και έβγα κακόν χρονία και τη χρόν’ με καλόν καρδίαν”.